ανακινδυνευω

ανακινδυνευω
    ἀνακινδυνεύω
    ἀνα-κινδῡνεύω
    вновь подвергаться опасности, снова рисковать
    

(ἢ κατεργάσασθαι τέν Ἑλλάδα ἢ τελευτῆσαι τὸν βίον Her.)

    ἀνακινδυνεῦσαί τινι Her. — решиться на что-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανακινδυνευω" в других словарях:

  • ανακινδυνεύω — ἀνακινδυνεύω (Α) κινδυνεύω εκ νέου ή απλώς κινδυνεύω, διατρέχω κίνδυνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κινδυνεύω] …   Dictionary of Greek

  • ἀνακινδυνεύει — ἀνακινδυνεύω run a further risk pres ind mp 2nd sg ἀνακινδυνεύω run a further risk pres ind act 3rd sg ἀνακινδῡνεύει , ἀνακινδυνεύω run a further risk pres ind mp 2nd sg ἀνακινδῡνεύει , ἀνακινδυνεύω run a further risk pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακινδυνεῦσαι — ἀνακινδυνεύω run a further risk aor inf act ἀνακινδῡνεῦσαι , ἀνακινδυνεύω run a further risk aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακινδυνεύειν — ἀνακινδυνεύω run a further risk pres inf act (attic epic) ἀνακινδῡνεύειν , ἀνακινδυνεύω run a further risk pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακινδυνεύοντας — ἀνακινδυνεύω run a further risk pres part act masc acc pl ἀνακινδῡνεύοντας , ἀνακινδυνεύω run a further risk pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανακινδυνεύω — Α [ἀνακινδυνεύω] διατρέχω τον ίδιο κίνδυνο με άλλον …   Dictionary of Greek

  • ἀνεκινδύνευσαν — ἀνεκινδύ̱νευσαν , ἀνακινδυνεύω run a further risk aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκινδύνευσε — ἀνεκινδύ̱νευσε , ἀνακινδυνεύω run a further risk aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»